A.= μύλη, mill, LXXEx.11.5, Plu.2.549d, 830d; μ. καβαλλαρικὸς ἐν λίθοις, μ. ὀνικός, μ. ὑδραλετικός, Edict.Diocl.15.52,53, 54.
2. millstone, PCair. Zen.355.84 (dub., iii B. C.), AP11.253 (Lucill.); “γυνὴ ἔρριψε κλάσμα μύλου” LXX 2 Ki.11.21; “μ. ὀνικός” En. Matt.18.6, Ev.Marc.9.42; “μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς” Str.4.1.13: metaph., “ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά” App.Prov.4.48: generally, stone, Hp.Steril.241.
3. grinder, molar, Artem.1.31.
II. poet. for μύλλος (q.v.), Opp.H.1.130.